Στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Κατανοώντας την Πολιτική Δασμών του Ντόναλντ Τραμπ
Του Καθηγητή ΣΠΥΡΟΥ ΜΠΛΑΒΟΥΚΟΥ,
Προέδρου του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: REUTERS/CARLOS BARRIA/FILE PHOTO
O πρόεδρος Τραμπ κάνει δηλώσεις για τους δασμούς στο Rose Garden του Λευκού Οίκου τον Απρίλιο του 2025
Σε μια καναδική εφημερίδα έχει δημοσιευτεί μια πολύ ωραία γελοιογραφία που παρουσιάζει τον αμερικανό πρόεδρο – ως άλλος Φόρεστ Γκαμπ, από την ομώνυμη ταινία – να μονολογεί, λέγοντας ότι «οι απειλές για δασμούς είναι σαν ένα κουτί με σοκολατάκια. Οι εμπορικοί σου εταίροι δεν ξέρουν ποτέ τι μπορεί να τύχουν». Μελετώντας το χρονολόγιο των κινήσεων του Τραμπ, η επικρατούσα αίσθηση είναι αυτή ενός σκωτσέζικου ντους με συνεχείς ανατροπές. Η απλή εξήγηση, που συνάδει με τη συνολική υποτίμηση του Τραμπ, είναι ότι κάτι τέτοιο είναι ενδεικτικό της αλλοπρόσαλλης προσωπικότητάς του και του πώς άγεται και φέρεται από συμβούλους, διεθνείς χρηματαγορές και τρίτους εμπορικούς εταίρους, όπως η Κίνα, που δεν αποδέχονται τα τετελεσμένα των ΗΠΑ. Υπάρχει, όμως, κάποιο σχέδιο ή κάποια λογική πίσω από την πολιτική αυτή; Η απάντηση είναι ότι ναι, ξεκάθαρα υπάρχει. Πρόκειται για μια λογική που έχει αρκετά κενά και κατακρίνεται από οικονομολόγους και διεθνολόγους για ορισμένες βασικές παραδοχές της, σε βαθμό μάλιστα που αμφισβητείται η δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής της πολιτικής, αλλά υπάρχει. Στενοί οικονομικοί σύμβουλοι του αμερικανού προέδρου, πριν αναλάβει την εξουσία, έχουν αναφερθεί στο μεγάλο τίμημα που πληρώνουν οι ΗΠΑ διαχρονικά παρέχοντας στον κόσμο όλο, και τη Δύση ιδιαίτερα, δύο βασικά δημόσια αγαθά: πρώτον, μια ομπρέλα ασφάλειας, μέσω του ΝΑΤΟ και της στρατιωτικής παρουσίας τους παγκοσμίως και δεύτερον, σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω του αμερικανικού δολαρίου, στο οποίο καταφεύγουν όλοι σε περιόδους αναταραχών και διεθνών κρίσεων. Το επιχείρημα είναι ότι η κατάσταση αυτή ζημιώνει πολλαπλώς τις ΗΠΑ και πρέπει να αλλάξει άμεσα.
Ήδη, για το θέμα της ασφάλειας, οι ΗΠΑ ασκούν έντονες πιέσεις προς τους ευρωπαίους εταίρους να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες, απειλώντας με αποχώρησή τους από το ΝΑΤΟ, σε μια περίοδο που οι προκλήσεις ασφάλειας για την Ευρώπη οξύνονται και η ρωσική επιθετικότητα κορυφώνεται. Για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί είναι η τεχνητή ανατίμηση του δολαρίου – ως πόλος έλξης και ασφαλές αγκυροβόλιο. Το γεγονός αυξάνει το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αλλά και καθιστά το νόμισμα της χώρας πιο ακριβό. Έτσι, μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας, αυξάνονται οι εισαγωγές σε σχέση με τις εξαγωγές και χάνονται θέσεις εργασίας στον βιομηχανικό τομέα με τη μετοίκηση γραμμών παραγωγής σε άλλες χώρες.
Ο πόλεμος δασμών που έχει κηρύξει ο πρόεδρος Τραμπ έρχεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του δεύτερου προβλήματος, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύει ο ίδιος. Η επιβολή δασμών καθιστά τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά, μειώνοντας άμεσα το εμπορικό έλλειμμα και μεταστρέφοντας την εγχώρια κατανάλωση σε προς προϊόντα made in USA. Βασική παραδοχή, βέβαια, εδώ είναι ότι οι βασικοί εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ δεν θα αντιδράσουν ανάλογα, επιβάλλοντας κι αυτοί δασμούς. Αυτό θα οδηγήσει απλώς σε ένα αμοιβαία κοστοβόρο νέο πλαίσιο εμπορικών διαδράσεων, με χαμηλές εμπορικές ροές, εκτροπή εμπορίου προς τρίτες χώρες και εν τέλει απώλεια ευημερίας για όλους. Επιπρόσθετα, η επιβολή δασμών εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για τις προαναγγελθείσες μειώσεις φόρων που βρίσκονται πολύ ψηλά στην ατζέντα του Τραμπ. Πιο μακροπρόθεσμα και φιλόδοξα, οι δασμοί θα πιέσουν τρίτες χώρες να διαπραγματευτούν μια αναδιάρθρωση του υπέρογκου και πλέον προβληματικού αμερικανικού δημόσιου χρέους, ιδίως το κομμάτι εκείνο που χρειάζεται άμεση αναχρηματοδότηση και εξελίσσεται σε μεγάλο βραχνά για τις ΗΠΑ.
Καθεμία από αυτές τις εκτιμήσεις και προσδοκίες έχει τεράστια κενά. Ναι, ορισμένες χώρες, κυρίως οι πιο εξαρτημένες οικονομικά και πολιτικά, μπορεί να έχουν επιλέξει τον δρόμο του συμβιβασμού αποδεχόμενες τις μονομερείς αυτές επιλογές των ΗΠΑ. Όμως, η Κίνα πρωτίστως και η ΕΕ δευτερευόντως δεν φαίνονται καθόλου διατεθειμένες να καταπιούν αυτό το πικρό χάπι. Η αντίδρασή τους είναι σφοδρή και με αυτή έχουν ακυρώσει στην πράξη τις αυξήσεις, ανοίγοντας έναν κύκλο παρατάσεων και έντονων διαπραγματεύσεων. Η προκύπτουσα αβεβαιότητα έχει το οικονομικό της τίμημα, που φαίνεται σε όλες τις μελέτες πλέον των επιπτώσεων της δασμολογικής πολιτικής Τραμπ, αλλά οι αντιδράσεις αυτές είναι μάλλον αναμενόμενες και δεν εξέπληξαν κανέναν. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων, επίσης, στηρίζεται στην παραδοχή ότι η μείωση των εμπορικών διαδράσεων και ροών δεν θα είναι τόσο μεγάλη και θα αντισταθμιστεί εν τέλει από τα υψηλότερα έσοδα. Δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο πρόκειται να συμβεί. Τέλος, ο πιο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός «κολλάει» στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού δημόσιου χρέους δεν βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο κυβερνήσεων αλλά σε χέρια ιδιωτών και μεγάλων επενδυτικών φορέων, γεγονός που καθιστά μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση. Εν κατακλείδι, η δασμολογική πολιτική του προέδρου Τραμπ διέπεται από μια προβληματική λογική που δημιουργεί μεγάλες αναταράξεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, με πολύ αμφίβολα αποτελέσματα για τις ίδιες τις ΗΠΑ.