Οι πραγματικοί κίνδυνοι των δασμών του Τραμπ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Κατανοώντας την Πολιτική Δασμών του Ντόναλντ Τραμπ
Της ΦΟΙΒΗΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ,
Καθηγήτριας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ
και του Πανεπιστημίου του Cambridge; Προέδρου του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ενώσεων Οικονομολόγων Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων και Προέδρου του Παγκόσμιου Κόμβου Κλίματος του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ
Η πρόσφατη αύξηση των δασμών που επέβαλαν οι ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ έχει αλλάξει το παγκόσμιο εμπορικό τοπίο. Η πολιτική αυτή, που αποσκοπεί στη διόρθωση των ανισορροπιών (όπως τις αντιλαμβάνεται η ηγεσία των ΗΠΑ) και στην αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας, αποτελεί ένα στοίχημα υψηλού κινδύνου με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες τόσο για την αμερικανική όσο και για την παγκόσμια οικονομία.
Η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία πλαισιώνεται από την ατζέντα με τίτλο «Make America Great and Safe Again», αποσκοπεί στην αναζωογόνηση των παραδοσιακών βιομηχανιών (κυρίως στον κλάδο της μεταποίησης), στη δημιουργία εγχώριων θέσεων εργασίας και στην τόνωση της ζήτησης για αμερικανικά προϊόντα.
Οι δασμοί αποτελούν κεντρικό εργαλείο αυτής της προσέγγισης, δεδομένης της αντίληψης περί περιορισμένης δυνατότητας των συμβατικών οικονομικών μέτρων, όπως οι φορολογικές περικοπές και οι δαπάνες για υποδομές. Ο στόχος είναι να εδραιωθεί η ηγετική θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική της «αμοιβαίας δικαιοσύνης» (Reciprocal Justice Strategy), τυφλή απέναντι στις πολύπλοκες οικονομικές πραγματικότητες και τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, έχει ήδη εξαπολύσει αρνητικές διαταραχές της προσφοράς, διόγκωσε την επιβάρυνση των καταναλωτών και προκάλεσε ήδη ανταποδοτικούς δασμούς από τους κύριους εμπορικούς εταίρους.
Το «αίσθημα αδικίας» στο εμπόριο
Στο επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης βρίσκεται η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα αθέμιτο μειονέκτημα στο παγκόσμιο εμπόριο, ιδίως έναντι βασικών εταίρων όπως η Ευρώπη και η Κίνα. Πέρα από τις απλές δασμολογικές «ανισότητες», η διοίκηση Τραμπ υπογράμμισε πολύπλοκα μη δασμολογικά εμπόδια: ρυθμιστικά εμπόδια, στοχευμένες επιδοτήσεις, βιομηχανικές πολιτικές και υποτιθέμενη χειραγώγηση του νομίσματος.
Η δυναμική του εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση απεικονίζει αυτή την εκλαμβανόμενη ανισορροπία. Ενώ οι μέσοι δασμοί της ΕΕ μπορεί να φαίνονται χαμηλοί, κρίσιμοι τομείς όπως οι εξαγωγές αυτοκινήτων παρουσιάζουν υψηλότερους φραγμούς. Για παράδειγμα, η ΕΕ επιβάλλει δασμό 10% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δασμό των ΗΠΑ που είναι 2,5%. Οι γεωργικές εξαγωγές προς την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων του κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων και της ζάχαρης, αντιμετωπίζουν επίσης ση μαντικούς δασμούς και αυστηρούς ρυθμιστικούς ελέγχους.
Λιγότερο ορατοί, μη δασμολογικοί φραγμοί με τη μορφή κρατικών επιδοτήσεων, χειραγώγησης του νομίσματος, τελωνειακής γραφειοκρατίας και κανονιστικών απαιτήσεων ασφαλείας, περιπλέκουν την πρόσβαση των ΗΠΑ στην αγορά και αποτελούν συχνά αντικείμενο διαφορών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των νέων δασμολογικών επιπέδων προκάλεσε σημαντικές επικρίσεις. Απομακρυνόμενη από τις παραδοσιακές εμπορικές μετρήσεις, η διοίκηση υιοθέτησε την αρχή της «αμοιβαίας δικαιοσύνης». Η προσέγγιση αυτή υπολόγισε το «εμπορικό μειονέκτημα» μιας χώρας – το εμπορικό έλλειμμα ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών – και καθόρισε τους δασμούς περίπου στο μισό του ποσοστού αυτού.
Αν και φαινομενικά απλή, αυτή η ad hoc μέθοδος στερείται θεωρητικού υποβάθρου και δεν λαμβάνει υπόψη τις βαθύτερες διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών και τη λειτουργία των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
Αν και φαινομενικά απλή, αυτή η ad hoc μέθοδος στερείται θεωρητικού υποβάθρου και δεν λαμβάνει υπόψη τις βαθύτερες διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των οικονομιών και τη λειτουργία των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
Αρνητική διαταραχή στην προσφορά
Οικονομικά, οι δασμοί λειτουργούν ως μια αρνητική διαταραχή στην προσφορά, αυξάνοντας το κόστος εισροών για τους εγχώριους παραγωγούς που εξαρτώνται από εισαγόμενα υλικά. Τομείς από την παραγωγή τροφίμων έως την κατασκευή ηλεκτρονικών ειδών αντιμετώπισαν αυξανόμενο κόστος, επηρεάζοντας τις τιμές καταναλωτή και τη ζήτηση. Οι βιομηχανίες που είναι ενσωματωμένες σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών των εμπορεύσιμων ενδιάμεσων αγαθών. Ανάλογα με τη διάρθρωση του κόστους και του ανταγωνισμού των επιμέρους τομέων και τα χαρακτηριστικά της καταναλωτικής ζήτησης, αυτή η διαταραχή της προσφοράς οδηγεί συχνότερα σε αυξήσεις των τιμών για τους τελικούς καταναλωτές. Η ελαστικότητα της ζήτησης παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιπτώσεων. Όταν τα εγχώρια υποκατάστατα είναι περιορισμένα, οι καταναλωτές επωμίζονται το κύριο βάρος των υψηλότερων τιμών, συμπιέζοντας τα πραγματικά εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη, ιδίως μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα. Οι παραγωγοί, αντιμετωπίζοντας υψηλότερο κόστος, θα μπορούσαν είτε να απορροφήσουν τις απώλειες είτε να μετακυλίσουν τις αυξήσεις στους καταναλωτές, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και την πιθανή σπειροειδή αύξηση των τιμών των μισθών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κίνδυνοι αναμένεται να ενισχυθούν, καθώς οι ανταποδοτικοί δασμοί από τις πληγείσες χώρες θα προκαλέσουν δια ταράξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού και τις διασυνοριακές επενδυτικές ροές. Επιπλέον, οι επιπτώσεις αυτές δεν περιορίζονται στις μεγάλες οικονομίες. Χώρες όπως η Ελλάδα, που εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από το ενδοκοινοτικό εμπόριο (ΕΕ), θα επιβαρυνθούν σημαντικά από μια πιθανή επιβράδυνση ή ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία λόγω των εμπορικών εντάσεων. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση, στην απασχόληση και στον ρυθμό ανάπτυξης ενδέχεται να είναι αξιοσημείωτες.
Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η Γερμανία, αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την οικονομική ανάπτυξη του 2025 σε μηδενική βάση από την προηγουμένως αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3%. Η οικονομία της Γερμανίας είχε ήδη συρρικνωθεί κατά 0,2% το 2024 και 0,3% το 2023, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη ύφεση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία επιδεινώνεται από τις συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις και την επιβράδυνση της κινεζικής ζήτησης.
Η Ελλάδα δεν θα μείνει ανεπηρέαστη
Φυσικά, από τις διεθνείς εξελίξεις δεν θα μείνει ανεπηρέαστη η Ελλάδα. Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, οι άμεσες επιπτώσεις των δασμών στην ελληνική οικονομία αναμένεται να είναι περιορισμένες, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αντιστοιχούν σε μόλις 4,5% των συνολικών. Ωστόσο, η Ελλάδα ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα λόγω της αρνητικής επίδρασης των δασμών και της επικείμενης αβεβαιότητας στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Εκτιμάται μάλιστα ότι οι απώλειες θα μπορούσαν να φτάσουν το 0,4% με 0,5% του ΑΕΠ, ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό σε σχέση με το 2% που προβλέπεται για την ετήσια ανάπτυξη. Οι έμμεσες αυτές επιπτώσεις ενδέχεται να πλήξουν τις ελληνικές εξαγωγές, την απασχόληση και την αγοραστική δύναμη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η χώρα σταδιακά ανακάμπτει από προηγούμενες κρίσεις.
Οι επιπτώσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία
Ο δασμός 25% στα εισαγόμενα οχήματα, που είχε ως στόχο να ενισχύσει την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, απειλεί να αυξήσει τις τιμές των αυτοκινήτων στις ΗΠΑ και να περιορίσει τις επιλογές των καταναλωτών, πλήττοντας τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος – ένα βασικό τμήμα της πολιτικής βάσης του προέδρου Τραμπ. Τα εμπορικά ελλείμματα, όπως το εμπορικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο αγαθών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους σχεδόν 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τις ΗΠΑ το 2024, δεν είναι εγγενώς ένδειξη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Οι οικονομολόγοι τονίζουν ότι αυτές οι ανισορροπίες συχνά προέρχονται από εγχώριες οικονομικές επιλογές και όχι από εξωτερικούς χειρισμούς. Εάν ο στόχος της κυβέρνησης ήταν να κλείσει το εμπορικό έλλειμμα, έπρεπε να αντιμετωπίσει εγχώριους παράγοντες, όπως ο περιορισμός του ελλείμματος του δημόσιου τομέα και η ενθάρρυνση της αύξησης της αποταμίευσης από τους πολίτες.
Η κλιμακούμενη εμπορική αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας υπογραμμίζει τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, με τις δύο πλευρές να διακινδυνεύουν εκτίναξη των τιμών και υποτίμηση των νομισμάτων
Ο αντίκτυπος στους αμερικανούς καταναλωτές
Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ εξαρτώνται σχετικά λιγότερο από τα εισαγόμενα αγαθά σε σύγκριση με άλλες μεγάλες οικονομίες. Μόνο το 10% περίπου των καταναλωτικών δαπανών των ΗΠΑ κατευθύνεται σε εισαγόμενα προϊόντα. Αντίθετα, η κατανάλωση των νοικοκυριών αντιπροσωπεύει υψηλότερο μερίδιο του ΑΕΠ στην Κίνα (περίπου 39% το 2023) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (περίπου 52% το 2023). Ωστόσο, η κλιμακούμενη εμπορική αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας υπογραμμίζει τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, με τις δύο πλευρές να διακινδυνεύουν εκτίναξη των τιμών και υποτίμηση των νομισμάτων. Ενώ ο αμοιβαίος οικονομικός πόνος θα μπορούσε τελικά να αναγκάσει σε συμβιβασμό, η ζημία στο μεσοδιάστημα θα μπορούσε να είναι σημαντική. Ενώ οι στόχοι της κυβέρνησης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική αναζωογόνηση ήταν κατανοητοί, η ευρεία χρήση των δασμών εισήγαγε σοβαρούς κινδύνους σε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά μέτωπα. Μια μετριοπαθής, πολυμερής στρατηγική, με προτεραιότητα τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και συνεργασία, θα εξυπηρετούσε καλύτερα τόσο τα αμερικανικά όσο και τα παγκόσμια συμφέροντα σε έναν ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενο κόσμο.