Οι δασμοί και οι συνέπειές τους: Πού βρισκόμαστε σήμερα

Η ορθότητα της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος και ο πειρασμός επιστροφής του μερκαντιλισμού


ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Κατανοώντας την Πολιτική Δασμών του Ντόναλντ Τραμπ

Του ΠΑΝΟΥ ΤΣΑΚΛΟΓΛΟΥ,
Καθηγητή του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ
 

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: AΡΧΕΙΟ ASSOCIATED PRESS

Πανικόβλητοι Αμερικανοί στη Γουόλ Στριτ τη «μαύρη Πέμπτη» του 1929. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του νόμου Smoot-Hawley στις αρχές της δεκαετίας του 1930 βάθυναν και παρέτειναν τη μεγάλη οικονομική ύφεση εκείνης της περιόδου.

 

Ο David Ricardo ήταν ένας από τους σημαντικότερους κλασικούς οικονομολόγους. Μια από τις πιο γνωστές συμβολές του είναι αυτή της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος, η οποία υποστηρίζει ότι αν κάθε χώρα εξειδικευτεί στην παραγωγή των προϊόντων στα οποία έχει συγκριτικό (σχετικό) πλεονέκτημα και κατόπιν ανταλλάξει τμήμα της παραγωγής της με αγαθά που παράγονται σε άλλες χώρες που παράγουν αγαθά στα οποία αυτές έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε αυξάνεται η ευημερία όλων των χωρών. Επομένως, το ελεύθερο εμπόριο προάγει την ευημερία σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αντίθεση με τις τότε επικρατούσες μερκαντιλιστικές απόψεις. Πλήθος θεωρητικών και εμπειρικών μελετών τεκμηριώνουν την ορθότητα της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος (με κάποιες βραχυχρόνιες εξαιρέσεις κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις). Ο πειρασμός της επιβολής περιορισμών στο διεθνές εμπόριο από μία χώρα, ιδίως σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής είναι μεγάλος. Όμως, συνήθως, ακολουθεί ανάλογη αντίδραση και από τις αντισυμβαλλόμενες χώρες, καταλήγοντας συχνά σε εμπορικούς πολέμους που οδηγούν σε καταβαράθρωση της συνολικής οικονομικής ευημερίας. Για παράδειγμα, οι δασμοί που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του νόμου Smoot-Hawley στις αρχές της δεκαετίας του 1930 βάθυναν και παρέτειναν τη μεγάλη οικονομική ύφεση εκείνης της περιόδου.

Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο μεταπολεμικά δημιουργήθηκαν διεθνείς οργανισμοί με σκοπό τον περιορισμό του προστατευτισμού και την προ ώθηση του διεθνούς εμπορίου – στο πλαίσιο, αρχικά, της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) και, κατόπιν, του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (WTO). Η δασμολογική και η μη δασμολογική προστασία μειώθηκαν θεαματικά, ο όγκος του διεθνούς εμπορίου αυξήθηκε πολύ ταχύτερα από το παγκόσμιο ΑΕΠ και δόθηκε σημαντική ώθηση στην παγκοσμιοποίηση που συνέβαλε στην έξοδο από την ακραία φτώχεια εκατοντάδων εκατομμυρίων συνανθρώπων μας.

 

Οι τριβές ΗΠΑ - Κίνας

Ένας από τους μεγάλους ωφελημένους αυτής της διαδικασίας ήταν η Κίνα. Τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για θέματα διεθνούς εμπορίου είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από την πρώτη θητεία του Προέδρου Τραμπ. Η Κίνα συχνά κατηγορείται για επιδότηση των εξαγωγικών της επιχειρήσεων με απώτερο σκοπό τη μονοπώληση συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής. Χαμηλοί δασμοί είχαν επιβληθεί από τις ΗΠΑ σε σειρά κινεζικών προϊόντων και με την αδράνειά τους οι ΗΠΑ, ουσιαστικά, παρεμποδίζουν την πλήρη λειτουργία του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου.

Η εικόνα άλλαξε ριζικά στις αρχές της δεύτερης θητείας του Προέδρου Τραμπ. Δασμολογικά τείχη υψώθηκαν προς όλες τις χώρες, ενώ στην περίπτωση της Κίνας φάνηκε να ξεσπά ένας ανοιχτός εμπορικός πόλεμος με δασμούς που, αν εφαρμόζονταν, θα οδηγούσαν σε κατάρρευση του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών. Η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι δασμοί αυτοί αποσκοπούν στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ (αλλά, παραδόξως, αφήνει έξω από τη συζήτηση το ισοζύγιο υπηρεσιών όπου οι ΗΠΑ είναι πλεονασματικές) ενώ απώτερος στόχος είναι, πρώτον, η συλλογή εσόδων που θα χρηματοδοτήσουν φοροαπαλλαγές και, δεύτερον, η προσέλκυση επενδύσεων για παραγωγή στην αμερικανική επικράτεια και υποκατάσταση εισαγωγών. Οι δύο αυτοί στόχοι είναι ασύμβατοι. Αν υπάρξει σημαντική προσέλκυση επενδύσεων και, συνακόλουθη, μείωση των εισαγωγών, δεν θα υπάρξουν σημαντικά δασμολογικά έσοδα. Επιπρόσθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι:

(α) Η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε πλήρη απασχόληση και δεν είναι ξεκάθαρο πού θα βρεθούν εργαζόμενοι για απασχόληση στις νέες επενδύσεις αν αυτές, όντως, προσελκυσθούν – ειδικά εφόσον ο Πρόεδρος Τραμπ επιμείνει σε περιορισμό της μετανάστευσης.

(β) Τους δασμούς δεν τους πληρώνουν οι αλλοδαποί εξαγωγείς αλλά οι εγχώριοι καταναλωτές. Επομένως, αν τα δασμολογικά έσοδα χρησιμοποιηθούν για φοροαπαλλαγές στο πάνω μέρος της κατανομής εισοδήματος, θα προκληθεί μία μεγάλη αντιστρόφως προοδευτική αναδιανομή εισοδήματος.

(γ) Οι δασμοί οδηγούν σε αυξημένο κόστος παραγωγής και πληθωρισμό, με αρνητικές συνέπειες στην αγορά ομολόγων και το κόστος αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους. Ήδη έχουν παρατηρηθεί βίαιες αναταράξεις σε αυτό το πεδίο, και αυτό είναι κάτι που φαίνεται να ανησυχεί τον Πρόεδρο Τραμπ.

(δ) Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι, συνήθως, οι δασμοί επιβάλλονται εύκολα αλλά καταργούνται δύσκολα γιατί δημιουργούν πολλά «κεκτημένα συμφέροντα». Επομένως, αν μπούμε σε περίοδο υψηλής δασμολογικής προστασίας οι μακροχρόνιες συνέπειες θα είναι ακόμα περισσότερο αρνητικές.

(ε) Η συζήτηση που γίνεται για τους δασμούς αφορά στην ονομαστική δασμολογική προστασία. Όμως αν, όπως συμβαίνει συνήθως, οι εν διάμεσες εισροές παραμείνουν αφορολόγητες ή έχουν δασμολογικούς συντελεστές χαμηλότερους από το τελικό προϊόν, η πραγματική δασμολογική προστασία μπορεί να είναι πολύ υψηλότερη της ονομαστικής, με ακόμα σοβαρότερες οικονομικές συνέπειες.

 

Όμως, μαζί με την εξαγγελία των υψηλότερων δασμών, ο Πρόεδρος Τραμπ κάλεσε όλες τις χώρες σε διαπραγματεύσεις για... μείωση αυτών των δασμών. Στις αγορές δεν υπάρχει ξεκάθαρη αίσθηση πού θα καταλήξει αυτή η «διαπραγμάτευση». Όλοι, όμως, συμφωνούν ότι μπαίνουμε σε μία φάση όπου οι αμερικανικοί δασμοί θα είναι υψηλότεροι από αυτούς που ίσχυαν μέχρι πρόσφατα. Αυτό θα οδηγήσει σε αντιδράσεις από τις υπόλοιπες οικονομίες και δεν είναι απίθανο να οδηγηθούμε σε «δασμολογικό σπιράλ» – ειδικά αν η Κίνα επιχειρήσει να εκτρέψει τις εξαγωγές που κατευθύνονταν στις ΗΠΑ σε άλλους προ ορισμούς όπως η ΕΕ.

 

Επιστροφή στο ΤΕΥΧΟΣ 58ο – IOYNΙΟΣ 2025