Κλιματική Αλλαγή και Μετανάστευση


Της KATRIN MILLOCK, Καθηγήτριας στο Paris School of Economics


Η διεθνής μετανάστευση δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, παρά τις αντιλήψεις που επικρατούν. Επί του παρόντος, ο Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση (ΔΟΜ) υπολογίζει τον αριθμό των διεθνών μεταναστών σε 281 εκατομμύρια (περίπου 3,6% του παγκόσμιου πληθυσμού), αύξηση από 272 εκατομμύρια (3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού) το 2019. Υπάρχει επίσης αναγκαστικός εκτοπισμός , τόσο διασυνοριακά όσο και εντός των συνόρων μιας χώρας. Σε διεθνές επίπεδο, ο ΔΟΜ υπολογίζει τον αριθμό των προσφύγων το 2020 σε 26,4 εκατομμύρια και τον αριθμό των αιτούντων άσυλο σε 4,1 εκατομμύρια άτομα. Ωστόσο, άνθρωποι εκτοπίζονται επίσης εντός των συνόρων των χωρών προέλευσής τους (εσωτερικά εκτοπισμένοι) και το Κέντρο Παρακολούθησης Εσωτερικών Εκτοπισμών εκτιμά ότι υπάρχουν έως και 55 εκατομμύρια εκτοπισμένοι αυτήν τη στιγμή, εκ των οποίων 48 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν λόγω συγκρούσεων και βίας και 7 εκατομμύρια λόγω καταστροφών.
Εστιάζοντας στην κινητικότητα κατά το έτος 2020, οι καταστροφές εκτόπισαν 30,7 εκατομμύρια ανθρώπους το 2020 σε σύγκριση με 9,8 εκατομμύρια λόγω συγκρούσεων και βίας. Οι περισσότερες εκτοπίσεις λόγω καταστροφών είναι σχετικά βραχυπρόθεσμες, μακροπρόθεσμα όμως οι τάσεις της κλιματικής αλλαγής είναι αυτές που μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μετανάστευση.

Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τα παγκόσμια πρότυπα κινητικότητας, τόσο μέσω βαθμιαίων αλλαγών, όπως σταδιακές αυξήσεις της θερμοκρασίας και αλλαγές στα πρότυπα βροχοπτώσεων, όσο και μέσω ακραίων καιρικών φαινομένων. Τα ακραία κλιματικά φαινόμενα περιλαμβάνουν ξηρασίες, πλημμύρες, καταιγίδες, ενώ άλλες διεργασίες συμβαίνουν μακροπρόθεσμα, όπως η ερημοποίηση και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Ένα βασικό ερώτημα είναι τί γνωρίζουμε για τις επιπτώσεις της κλιματική αλλαγής στην παγκόσμια κινητικότητα. Οι περισσότερες έρευνες χρησιμοποιούν την ιστορική αναδρομή σε δεδομένα του παρελθόντος για να συναγάγουν οριακές αποκρίσεις σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες δεν βρίσκουν γενική αύξηση στη διεθνή μετανάστευση. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το υψηλό κόστος της διεθνούς μετανάστευσης, που μετράται όχι μόνο ως προς το κόστος μεταφοράς αλλά και ως προς το κόστος που σχετίζεται με το πέρασμα των συνόρων, όπως η βίζα και άλλοι περιορισμοί εισόδου. Η υπάρχουσα έρευνα βρίσκει αυξήσεις στην κινητικότητα σε ήδη καθιερωμένους διαδρόμους μετανάστευσης, όπως μεταξύ των Φιλιππίνων και των ΗΠΑ, ή του Μεξικού και των ΗΠΑ, μετά από ακραία γεγονότα όπως τυφώνες και ξηρασία. Και μια πληθώρα μελετών δείχνει μια αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης, που αποτελείται κυρίως από άτομα που μετακινούνται από αγροτικές περιοχές σε αστικές περιοχές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς έρχεται σε αντίθεση με δύο κοινές αντιλήψεις για τη μετανάστευση που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή. Το πρώτο είναι ότι η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε δυνητικά μεγάλες αυξήσεις στον αριθμό των εκτός Ευρώπης μεταναστών στην Ε.Ε., ενώ είναι πιο πιθανό να περιμένουμε εντατικοποίηση των μεταναστευτικών ροών κατά μήκος γνωστών μεταναστευτικών διαδρόμων αλλά και εσωτερικά στην Αφρικανική ήπειρο και στην Ασία.

Η δεύτερη σημαντική παρατήρηση είναι ότι οι χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή  - συνήθως χώρες που βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, που είναι φτωχές και έχουν καταρχάς ήδη υψηλές μέσες θερμοκρασίες και συχνά χαμηλές προσαρμοστικές ικανότητες - είναι επίσης αυτές που θα φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού κόστους της εσωτερικής μετανάστευσης. Ενώ η μετανάστευση από την ύπαιθρο προς την πόλη μπορεί να είναι θετική για τους ίδιους τους μετανάστες, εάν τους επιτρέπει να βρουν εργασία και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, υπάρχουν αρνητικές εξωτερικές επιπτώσεις που συνδέονται με τον συνωστισμό στις πόλεις προορισμού. Το Τμήμα Πληθυσμού του ΟΗΕ προβλέπει ότι το 2030, η αφρικανική ήπειρος θα φιλοξενήσει 2 από τις 10 μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου το 2030 - το Κάιρο και την Κινσάσα (με το Λάγος την 11η μεγαλύτερη πόλη σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις).
Υπάρχουν και άλλες επιπτώσεις της μετανάστευσης που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή και αφορούν τόσο τις περιοχές προέλευσης όσο και τις περιοχές προορισμού. Ακόμα κι αν οι μετανάστες εγκαταλείψουν τις χώρες ή τις περιοχές καταγωγής τους, δεν κόβουν όλους τους δεσμούς με την υπόλοιπη οικογένεια. Τα εμβάσματα των μεταναστών υπερβαίνουν τη διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια περισσότερο από τέσσερις φορές: τα διεθνή εμβάσματα υπολογίστηκαν σε 702 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2020 σε σύγκριση με την επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια, η οποία υπολογίστηκε σε 161 δισεκατομμύρια δολάρια το ίδιο έτος.

Τρέχουσα έρευνα εξετάζει εάν τόσο τα εσωτερικά όσο και τα διεθνή εμβάσματα χρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά που παραμένουν στην περιοχή προέλευσης για τη χρηματοδότηση επενδύσεων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.  Ειδικότερα, σε ποιο βαθμό αυτές οι μεταβιβάσεις μπορούν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις σε γεωργία ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή στις περιοχές προέλευσης; Ποιες είναι οι επιπτώσεις του εξοπλισμού που θα μειώσει τις ζημιές από την κλιματική αλλαγή στις περιοχές προέλευσης: λιγότερη μετανάστευση – ή περισσότερη μετανάστευση – λόγω της αύξησης του εισοδήματος και συνεπώς καλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης της μετανάστευσης; Όλα αυτά τα ζητήματα διερευνώνται στην τρέχουσα έρευνα και ορισμένα από τα υπάρχοντα αποτελέσματα δείχνουν μη διαισθητικά αποτελέσματα. Η αναπτυξιακή βοήθεια ή οι επενδύσεις σε γεωργία ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή μπορεί να αυξήσουν τα ποσοστά μετανάστευσης από περιοχές καταγωγής στις οποίες τα νοικοκυριά δεν είχαν αρκετό εισόδημα για να χρηματοδοτήσουν τη δαπανηρή μετανάστευση, αλλά να μειώσουν τη μετανάστευση σε περιοχές στις οποίες το εισόδημα υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο. Μια πολύ γνωστή συνέπεια της μετανάστευσης είναι το λεγόμενο brain drain, που υποδηλώνει το γεγονός ότι τα πιο μορφωμένα άτομα είναι πιο πιθανό να μεταναστεύσουν από φτωχές περιοχές καταγωγής. Ωστόσο, η πιθανότητα μετανάστευσης για την αποφυγή πιθανών μειώσεων στο εισόδημα λόγω της κλιματικής αλλαγής μπορεί να αυξήσει τα κίνητρα για σχολική εκπαίδευση στην περιοχή προέλευσης, μέσω της αύξησης του σχετικού μισθού για τους μορφωμένους εργαζόμενους.

Τέλος, στις περιοχές προορισμού, ενδέχεται να υπάρξει πλήθος από εξωτερικές δυσκολίες που σχετίζονται με τη στέγαση και την παροχή υποδομών για δημόσιες υπηρεσίες, όπως ύδρευση και υπηρεσίες υγείας. Ο βαθμός στον οποίο το κοινωνικό κόστος τέτοιων εξωτερικών επιπτώσεων μπορεί να αντισταθμίσει τις θετικές επιπτώσεις της μετανάστευσης μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της κατανάλωσης από τους μετανάστες είναι ένα πραγματικό ζήτημα για την αξιολόγηση της δημόσιας πολιτικής που θα μπορούσε να δώσει πληροφορίες για τις πολιτικές που θα πρέπει να ακολουθηθούν. Το καθαρό αποτέλεσμα των πολλών κοινωνικών συνεπειών της μετανάστευσης εξακολουθεί να είναι ένα ανοιχτό θέμα έρευνας. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι μεταναστευτικές πολιτικές και οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή δεν πρέπει να εξετάζονται χωριστά και μεμονωμένα. Οι διαπραγματεύσεις για την κλιματική πολιτική έχουν προχωρήσει πολύ από τη 16η Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change) στο Κανκούν το 2010, η οποία αναγνώρισε τη μετανάστευση, τον εκτοπισμό και τη μετεγκατάσταση που προκαλείται από το κλίμα ως πρόκληση προσαρμογής. Στις τελευταίες εκθέσεις αξιολόγησης της Intergovernmental Panel on Climate Change, η μετανάστευση θεωρείται ως μέσο προσαρμογής που θα μπορούσε να έχει πιθανά οφέλη στη μείωση του πληθυσμού που εκτίθεται στην κλιματική αλλαγή σε ευάλωτες περιοχές. Ωστόσο, αν και οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αύξησης του εκτοπισμού λόγω της κλιματικής αλλαγής τον επόμενο αιώνα, υπάρχει σχετικά χαμηλή εμπιστοσύνη στις ποσοτικές προβλέψεις.

*Η μετάφραση και επιμέλεια του άρθρου έγινε από την Κέλλυ Καραγκούνη, μέλος Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού  του ΟΠΑ

 

Επιστροφή στο ΤΕΥΧΟΣ 42ο – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2022 2