Η απελευθέρωση των αγορών απαραίτητη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:  Προϋποθέσεις ανάπτυξης

της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΑΤΣΙΜΗ,
Καθηγήτριας
Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ

 

Για πρώτη φορά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 βιώνουμε στην χώρα μας διψήφια ποσοστά πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει πως οι σημερινοί σαραντάρηδες συνειδητοποιούν για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή τους τη  σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος τους. Και ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι  που αποτελούν  περίπου το 1/3 της απασχόλησης μπορούν να μετακυλήσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το κόστος αυτό στους καταναλωτές, διατηρώντας την αγοραστική τους δύναμη, δεν ισχύει το ίδιο για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ανέργους.

Τον Οκτώβριο του 2022 ο μέσος  πληθωρισμός στην Ευρωζώνη προβλέπεται στο 10,7%, πολύ μακριά από τον στόχο της ΕΚΤ, και κατά συνέπεια όλοι προσδοκούν πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια τιθασεύοντας την ζήτηση για να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις.  Ο μέχρι τώρα δισταγμός της, που έχει δεχτεί  κριτική, οφείλεται στην ελπίδα πως οι εξελίξεις που κυρίως προκάλεσαν τον πληθωρισμό θα είναι προσωρινές καθώς και στην επιθυμία αποφυγής μιας βαθιάς ύφεσης στην Ευρωζώνη. Η κριτική από την άλλη βασίζεται στον φόβο απώλειας της αξιοπιστίας της ΕΚΤ ως προς την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Αυτή η αξιοπιστία οδηγεί σε χαμηλές πληθωριστικές προσδοκίες και είναι πολύτιμη στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.  Όμως το κόστος διατήρησης της σταθερότητας των τιμών και κατά συνέπεια της αξιοπιστίας της ΕΚΤ είναι πολύ μεγάλο σε όρους ύφεσης και ανεργίας όταν η αύξηση του πληθωρισμού δεν οφείλεται σε αυξημένη ζήτηση.

Ανεξάρτητα όμως από την αποτελεσματικότητα της ΕΚΤ πρέπει να σημειωθεί πως η πολιτική της στοχεύει σε έναν μέσο πληθωρισμό ενώ οι πληθωρισμοί των κρατών-μελών αποκλίνουν συχνά σημαντικά μεταξύ τους

Ανεξάρτητα όμως από την αποτελεσματικότητα της ΕΚΤ πρέπει να σημειωθεί πως η πολιτική της στοχεύει σε έναν μέσο πληθωρισμό ενώ οι πληθωρισμοί των κρατών-μελών αποκλίνουν συχνά σημαντικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της Ευρωζώνης ο μέσος πληθωρισμός ήταν 2% πετυχαίνοντας τον στόχο της ΕΚΤ, η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε τροχιά υψηλότερης ανάπτυξης και είχε πληθωρισμό κοντά στο 4%. Αυτός ο σχετικά αυξημένος πληθωρισμός, που σήμαινε απώλεια ανταγωνιστικότητας, δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από την ΕΚΤ και όφειλε η εγχώρια δημοσιονομική πολιτική να τον περιορίσει. Σήμερα παρατηρούμε μια ακόμα μεγαλύτερη απόκλιση στην Ευρωζώνη. Ενώ τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός στην Γαλλία ήταν 6,2%, στην Εσθονία ήταν 24%. Σίγουρα η απόκλιση σχετίζεται αυτή τη φορά με την εξάρτηση των χωρών από την ενέργεια αλλά όχι αποκλειστικά. Στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης παρότι η χώρα επηρεάζεται λιγότερο από την ενεργειακή κρίση. Όμως το 2022 η Ελλάδα βιώνει ρυθμούς ανάπτυξης στο 6%, υπερδιπλάσιους σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο πληθωρισμός με την πάροδο του χρόνου δεν επηρεάζεται πια μόνο άμεσα από την ενεργειακή κρίση. Αν αφαιρέσουμε την ενέργεια από τον πληθωρισμό και δούμε αυτό που ονομάζουμε ‘δομικό’ πληθωρισμό θα παρατηρήσουμε πως είναι επίσης σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (πάνω από 8% τον Σεπτέμβριο στην Ελλάδα) και σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Από αυτές τις εξελίξεις θεωρώ πως πρέπει να αντλήσουμε δύο βασικά συμπεράσματα:

Πρώτον, ένα κομμάτι του δομικού πληθωρισμού και συχνά αυτό που αποκλίνει ανάμεσα στις χώρες οφείλεται σε αυξημένη ζήτηση. Χαρακτηριστική είναι η  άνοδος τιμών αγαθών όπως οι ξενοδοχειακές υπηρεσίες στη χώρα μας κατά 25% τον Σεπτέμβριο. Οι αποκλίσεις του πληθωρισμού που οφείλονται σε διαφορές στον οικονομικό κύκλο των κρατών-μελών δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με κοινή νομισματική πολιτική.

Ακόμα και μετά το πέρας της ενεργειακής κρίσης η επιστροφή στα προγενέστερα χαμηλά επίπεδα τιμών θα εξαρτηθεί από την ευελιξία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών καθώς οι τιμές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ακαμψία προς τα κάτω

Δεύτερον, ίσως να μην αποχωριστούμε γρήγορα των πληθωρισμό αφού το  αυξημένο ενεργειακό κόστος επηρεάζει το κόστος παραγωγής όλων των προϊόντων. Επιπλέον ο χαμηλός ανταγωνισμός -ειδικά σε περιόδους υψηλής ζήτησης- δεν δίνει κίνητρο  στις επιχειρήσεις  να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους τους απορροφώντας μέρος του αυξημένου κόστους παραγωγής. Ακόμα και μετά το πέρας της ενεργειακής κρίσης η επιστροφή στα προγενέστερα χαμηλά επίπεδα τιμών θα εξαρτηθεί από την ευελιξία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών καθώς οι τιμές παρουσιάζουν μεγαλύτερη ακαμψία προς τα κάτω.

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως η ΕΚΤ δεν είναι η μόνη υπεύθυνη για την συγκράτηση του πληθωρισμού. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος που έχει πρόσφατα διανύσει μια περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων κυρίως στην αγορά εργασίας. Και ενώ οι μεταρρυθμίσεις  αυτές θα έχουν σαν συνέπεια μια πιο αργή προσαρμογή των μισθών στον πληθωρισμό, πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή ώστε η μισθολογική συγκράτηση να συνοδευτεί και από συμπίεση  του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων.  Ένας κεντρικός άξονας πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να είναι  η απελευθέρωση των αγορών που θα βοηθήσει σημαντικά στην συγκράτηση του πληθωρισμού και μετέπειτα στην αποκλιμάκωση των τιμών. Εξυπακούεται η άσκηση μιας υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής που να είναι στοχευμένη στα ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού χωρίς να ενισχύει τον πληθωρισμό και το δημόσιο χρέος.