H Επανάσταση του 1821 με μια ματιά

Το 1821 ήταν ένα πολυδύναμο γεγονός.

Πρώτον, είναι ισοπεδωτική η αντίληψη ότι οι Έλληνες ήταν 400 χρόνια σκλάβοι. Υπήρχαν πολλές διαφορετικές ομάδες με διαφορετική οικονομική θέση και δυνατότητες στην Αυτοκρατορία, όχι μόνο στην Οθωμανική, αλλά και στη ρωσική και στη βενετική επικράτεια. Μερικές ομάδες Ελλήνων, και όχι μόνον οι Φαναριώτες, έπαιρναν μέρος στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στα πιο υψηλά αξιώματα. Άλλες ομάδες συμμετείχαν στα εμπορικά δίκτυα, ήταν πλοιοκτήτες και είχαν στενές σχέσεις με τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς σε μια μεγάλη γεωγραφική ζώνη, από την Κασπία έως τα βρετανικά λιμάνια. Η πλειονότητα ήταν αγρότες, αλλά και εδώ υπήρχε σημαντική οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση. Μια ξεχωριστή ομάδα ήταν οι επαγγελματίες του πολέμου, άνθρωποι κατά κανόνα άγονων ή ορεινών περιοχών, που ζούσαν προσφέροντας ένοπλες υπηρεσίες, και εδώ εντάσσονται οι περίφημοι κλεφταρματολοί. Επίσης, η οθωμανική κυριαρχία δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλες τις περιοχές. Μερικές από αυτές, όπως η Πελοπόννησος και η δυτική ηπειρωτική Ελλάδα, περνούσαν εναλλασσόμενες φάσεις βενετικής και οθωμανικής κυριαρχίας.

Δεύτερον, η Επανάσταση συνέβη σε μία εποχή όπου εξαιτίας των ναπολεόντειων πολέμων, τους οποίους θα πρέπει να φανταστούμε ως έναν ευρωπαϊκό πόλεμο που συντάραξε όλες τις κυριαρχίες, διαλύθηκαν η βενετική επικράτεια και η Ισπανική Αυτοκρατορία και κλονίστηκε η Οθωμανική, δυνάμεις δηλαδή που κυριαρχούσαν αιώνες στη Μεσόγειο. Δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό κυριαρχίας, το οποίο έσπευσαν να καλύψουν νέες δυνάμεις, η Ρωσία και η Βρετανία, οι οποίες διείσδυαν στη Μεσόγειο ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη. Ως αποτέλεσμα αυτού του ρήγματος κυριαρχίας, ξέσπασαν εξεγέρσεις και κινήματα σε όλη τη Μεσόγειο, από την Ιβηρική χερσόνησο έως τα όρη του Λιβάνου, από ομάδες και συλλογικότητες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, με στόχο τον αναπροσδιορισμό της θέσης τους στη νέα εποχή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επίσης είχε συγκλονιστεί την προηγούμενη δεκαετία από εξεγέρσεις και πολέμους με τοπικούς αξιωματούχους. Η ελληνική εξέγερση τη βρήκε σε μια στιγμή ανασύνταξης και, κυρίως, χωρίς δυνατότητα να κινητοποιήσει σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις. Τα πρώτα χρόνια αυτό έδωσε μιαν ανάσα στους επαναστάτες. Βέβαια, η Πύλη ζήτησε τη βοήθεια του πασά της Αιγύπτου, του οποίου τα στρατεύματα δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι επαναστάτες. Η Ελληνική Επανάσταση δεν θα είχε επιζήσει χωρίς τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, που κατέληξε σε μία κατά κράτος ήττα της Τουρκίας, που αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αυτονομία των Ελλήνων, η οποία μετατράπηκε σε ανεξαρτησία από τους Βρετανούς. Η Ελληνική Επανάσταση δηλαδή δημιούργησε ένα ιστορικό ρήγμα απ’ όπου δεν μπορούσε να υπάρχει επιστροφή στο status quo ante. Το νέο κράτος δημιουργήθηκε εξαρχής μέσα σε αυτό το πεδίο ανταγωνισμού.

Τρίτον, δεν πρέπει να βλέπουμε την Ελληνική Επανάσταση μόνον ως πολεμικό γεγονός, αλλά και ως συγκρότηση μιας Πολιτείας, όπως αποκρυσταλλώθηκε στα πρώτα Συντάγματα, στη συγκρότηση νόμων και θεσμών. Αυτή η διαδικασία σήμαινε έναν νοητικό και νοοτροπιακό μετασχηματισμό: τη δημιουργία ενός πολιτικού αλφαβήτου, νέων λέξεων, όρων, σημασιών, συμπεριφορών. Αυτή ήταν μια διαδικασία που είχε αρχίσει μερικές δεκαετίες νωρίτερα, όταν οι ιδέες του Διαφωτισμού για το πώς είναι ο κόσμος, ποια είναι η θέση του ατόμου σε αυτόν, πώς πρέπει να κυβερνώνται οι Πολιτείες, ποια είναι τα φυσικά δικαιώματα κ.λπ. διαδίδονταν στην Ελλάδα, προκαλώντας συζητήσεις ή ακόμη και σκληρές συγκρούσεις με την Εκκλησία. Η Επανάσταση του 1821, στην ευρύτητά της, ήταν μια διαδικασία όπου οι Έλληνες από λαός έγιναν έθνος, κατά τη διατύπωση του Κοραή. Άλλωστε, και το όνομα «Έλληνες», το οποίο προηγουμένως χρησιμοποιούσαν μόνο λίγοι διανοούμενοι, τότε υιοθετήθηκε ως προσδιορισμός τού ποιοι γίναμε.

Η Επανάσταση του 1821 ήταν πολυδύναμο γεγονός, ήταν όμως και αντιφατικό, εξ ου και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Σήμερα βλέπουμε το 1821 μέσα από την κατάληξή του – πολύ διαφορετικά από τους τρόπους που το αντιλαμβάνονταν οι σύγχρονοί του. Πάντως, το γεγονός ότι η ιδρυτική πράξη του ελληνικού κράτους ήταν μια Επανάσταση, και όχι η εξέλιξη ενός δυναστικού κράτους ή αποτέλεσμα συνθηκών μετά από έναν πόλεμο, όπως συμβαίνει σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, άφησε δημοκρατικές παρακαταθήκες, στις οποίες πολλές φορές επέστρεψαν οι μεταγενέστεροι ως πηγές έμπνευσης και παραδείγματα, όπως η Αντίσταση στην Κατοχή.

Η Ελλάδα επίσης είναι μία από τις λίγες χώρες όπου δεν αμφισβητείται η γενέθλια πράξη από την οποία προήλθε. Στη Γερμανία, λ.χ., στο γεγονός ότι συγκροτήθηκε όχι από τις επαναστάσεις του 1848, αλλά από τους κατακτητικούς πολέμους της Πρωσίας, αποδόθηκε η αντιδημοκρατική της εξέλιξη. Στην Ιταλία υπήρξε κριτική των συνεπειών τού ότι η χώρα προήλθε από απορρόφηση του Νότου από τη μοναρχία του Πεδεμοντίου. Στη γειτονική Τουρκία το καθεστώς Ερντογάν αμφισβητεί έμπρακτα την κεμαλική συγκρότηση του κράτους. Σε αυτά τα παραδείγματα, αλλά και σε άλλα, η πράξη συγκρότησης θεωρείται αιτία μεταγενέστερων δεινών. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από άλλο ερώτημα: αν εκπληρώθηκαν οι στόχοι της Επανάστασης ή όχι. Αισιόδοξη βάση πολιτικού διαλόγου.