Η ευρωπαϊκή στιγμή της νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής
ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Κατανοώντας την Πολιτική Δασμών του Ντόναλντ Τραμπ
της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΑΤΣΙΜΗ,
Καθηγήτριας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ
ASSOCIATED PRESS / ABE FOX
Η πολιτική Τραμπ οδηγεί τη διεθνή οικονομία σε μια φάση μετάβασης αντίστοιχη με την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς πάνω από μισό αιώνα πριν
Το εμπόριο βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Στις ΗΠΑ η συζήτηση γύρω από τα εμπορικά ελλείμματα έχει αποκτήσει έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιμένει πως η επιβολή υψηλών δασμών θα περιορίσει τα εμπορικά ελλείμματα που «προκαλούν οι ξένοι». Πέρα από το ότι η αβεβαιότητα σχετικά με το ύψος και την πι θανή διάρκεια των δασμών επηρεάζει αρνητικά τις αγορές και τις επιχειρήσεις, αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει δύο βασικές αδυναμίες.
Πρώτον, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν οφείλεται κυρίως στους «ξένους», αλλά σε ενδογενείς παράγοντες όπως τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό χρέος του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα που χρηματοδοτούνται από φτηνό εξωτερικό δανεισμό λόγω της μεγάλης ζήτησης για «ασφαλή» ομόλογα σε δολάρια. Παρόλο που οι πλεονασματικές χώρες επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ, δεν «επιβάλλουν» το έλλειμμα. Οι ΗΠΑ είναι σε θέση να το περιορίσουν αυξάνοντας την εθνική αποταμίευση ή μειώνοντας τις δαπάνες τους. Δεύτερον, η επιβολή δασμών πιθανότατα δεν θα μειώσει το εμπορικό έλλειμμα, καθώς οι δασμοί μπορεί να κινητοποιήσουν αντισταθμιστικούς μηχανισμούς. Παρόλο που προς το παρόν η αβεβαιότητα προκαλεί υποτίμηση του δολαρίου, όταν αυξάνονται οι δασμοί μειώνονται οι εισαγωγές και κατά συνέπεια η ζήτηση για συνάλλαγμα, κάτι που μπορεί τελικά να οδηγήσει σε ανατίμηση του δολαρίου. Μια ανατίμηση θα κάνει τα αμερικανικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά, αναιρώντας τα όποια οφέλη. Με άλλα λόγια, οι δασμοί δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος και συχνά έχουν αντίθετες επιδράσεις. Ανεξάρτητα όμως από τις συνέπειες που θα έχει η πολιτική Τραμπ για την αμερικανική οικονομία, είναι ξεκάθαρο πως οδηγεί τη διεθνή οικονομία σε μια φάση μετάβασης αντίστοιχη με την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς πάνω από μισό αιώνα πριν. Οι ΗΠΑ είναι πια ένας «απρόθυμος» ηγέτης που δεν επιθυμεί να απορροφήσει τις πλεονασματικές αποταμιεύσεις του υπόλοιπου κόσμου υπερασπιζόμενος το ελεύθερο εμπόριο και εκδίδοντας «ασφαλή» ομόλογα σε δολάριο. Η πολιτική προστατευτισμού του Τραμπ, η αδυναμία περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η αμφισβήτηση των διεθνών θεσμών περιορίζουν πλέον τον ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή οικονομία. Παράλληλα, η Κίνα αναζητεί αγορές να διοχετεύσει μια πλεονάζουσα βιομηχανική παραγωγή που ο υπόλοιπος κόσμος δυσκολεύεται να απορροφήσει.
Μέσα σε αυτό το κενό αναδεικνύεται μια ιστορική ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η ΕΕ κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ μετά τις ΗΠΑ (περίπου 18%) και το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα μετά το δολάριο καθώς και μια ενιαία αγορά μεγαλύτερη των ΗΠΑ. Διαθέτει ακόμη σημαντική εμπειρία στην αρχιτεκτονική υπερεθνικών θεσμών και την πολιτική βούληση να συνδέσει το εμπόριο με κανόνες για το περιβάλλον, ανθρώπινα δικαιώματα και τη φορολογία. Όμως η δυνατότητα της Ευρώπης να παίξει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία υπονομεύεται από τρεις δομικές αδυναμίες: την απουσία κεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής, τις ρηχές κεφαλαιαγορές και τη γεωπολιτική εξάρτηση. Αυτό σημαίνει πως για να μετατραπεί σε κύριο πυλώνα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, χρειάζεται βαθύτερη ολοκλήρωση.
Κοινό χρέος και κεντρικός προϋπολογισμός
Ένας μόνιμος κεντρικός προϋπολογισμός και η δυνατότητα έκδοσης κοινού χρέους θα σταθεροποιούσαν τις οικονομίες της Ευρωζώνης, θα δημιουργού σαν ένα νέο «ασφαλές» ομόλογο για την παγκόσμια οικονομία και θα χρηματοδοτούσαν επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες, άμυνα και τεχνητή νοημοσύνη. Πάνω από το 70% της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προέρχεται ακόμη από τράπεζες ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω από 30%. Με βαθιές, ενοποιημένες κεφαλαιαγορές, το ευρώ θα αποκτήσει τη ρευστότητα και το βάθος που χρειάζεται για να ανταγωνιστεί το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα. Σε αυτό το πλαίσιο το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να μετεξελιχθεί σε εργαλείο κοινού χρέους.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση ανέδειξαν τη σημασία της ασφάλειας και της ενεργειακής επάρκειας. Απαιτείται ένα ενισχυμένο Ταμείο Άμυνας για να μειωθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από τις αμερικανικές τεχνολογίες στον χώρο της άμυνας και μια πραγματικά ενιαία αγορά ενέργειας στο πνεύμα της έκθεσης Ντράγκι. Η διεθνής οικονομική τάξη χαρακτηρίζεται από μια ασυμμετρία. Τα κράτη με ελλείμματα οφείλουν να τα διορθώνουν, ενώ τα κράτη με πλεονάσματα συνεχίζουν να συσσωρεύουν. Σε επίπεδο Ευρωζώνης η ασυμμετρία αυτή άρχισε να αμφισβητείται μετά την κρίση χρέους με τη θέσπιση μηχανισμών διόρθωσης χρόνιων εμπορικών πλεονασμάτων. Το μέγεθος της ενιαίας αγοράς δίνει στην ΕΕ τη διαπραγματευτική δύναμη να προωθήσει παρόμοιες πολιτικές σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον η Ευρώπη μπορεί να συνδυάσει το ελεύθερο εμπόριο με την προώθηση διεθνών κανόνων για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και τον φορολογικό ανταγωνισμό.
Η ιστορία προσφέρει σπάνια παράθυρα όπου η πολιτική βούληση μπορεί να ανασχεδιάσει τους διεθνείς κανόνες. Σήμερα, με τις ΗΠΑ να αναδιπλώνονται και την Κίνα να διεκδικεί ρόλο παγκόσμιας δύναμης χωρίς τους απαραίτητους θεσμούς και διαφάνεια, η ΕΕ έχει τη δυνατότητα και την ευθύνη να γεφυρώσει το κενό. Δυστυχώς, η ισχυροποίηση αντιευρωπαϊκών κομμάτων σε πολλές χώρες και η πολιτική αδυναμία των ηγετών στις δύο ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ δεν διευκολύνουν τις γενναίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Όμως η ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε για να αποτρέψει τον πόλεμο. Οφείλει τώρα να εξελιχθεί για να αποτρέψει τον εμπορικό πόλεμο και την κατάρρευση της διεθνούς συνεργασίας σε θέματα ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του πλανήτη.